ανθοφόρος

ανθοφόρος
-α, -ο (AM ἀνθοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει άνθη, ανθισμένος
νεοελλ.
1. ανθοστόλιστος
2. το αρσ. ως ουσ. ο ανθοφόρος
α) βοτ. ο μίσχος τού άνθους
β) έπιπλο όπου τοποθετούνται λουλούδια
αρχ.
1. αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει μόνο λουλούδια, καλλωπιστικός
2. (για ιέρεια) αυτή που προσκομίζει στους θεούς λουλούδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνθοφόρος — bearing flowers masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθοφόρος — α, ο 1. αυτός που έχει πάνω του ή παράγει άνθη: Τα περισσότερα φυτά είναι ανθοφόρα. 2. το αρσ. ως ουσ., ο ανθοφόρος ο μίσχος (κοτσάνι) του άνθους που έχει τα πέταλα, τους στήμονες και τον ύπερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνθοφόρον — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem acc sg ἀνθοφόρος bearing flowers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόρα — ἀνθοφόρος bearing flowers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόροι — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόροις — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόρου — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόρους — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόρων — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθοφόρῳ — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”